- αβίωτος
- -η, -ο (Α αβίωτος, -ον) [βιῶ]αφόρητος, αβάσταχτος, δυστυχής (ως επίθετο τού βίος).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀβίωτος — not to be lived masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβίωτος — η, ο που δεν μπορεί κανείς να τον ζει, αφόρητος: Του είχαν κάνει το βίο αβίωτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀβιώτως — ἀβίωτος not to be lived adverbial ἀβίωτος not to be lived masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβίωτον — ἀβίωτος not to be lived masc/fem acc sg ἀβίωτος not to be lived neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβιώτου — ἀβίωτος not to be lived masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβιώτους — ἀβίωτος not to be lived masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβιώτῳ — ἀβίωτος not to be lived masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβίωτα — ἀβίωτος not to be lived neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβίωτοι — ἀβίωτος not to be lived masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβίοτον — ἀβίοτος making life unliveable masc/fem acc sg ἀβίοτος making life unliveable neut nom/voc/acc sg ἀβίωτος not to be lived masc/fem acc sg ἀβίωτος not to be lived neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)